Η βεβιασμένη επικύρωση της κρατικής εκδοχής του σχεδίου νόμου «Περί αναγνώρισης και Προστασίας των Μειονοτήτων» από την αλβανική Βουλή την περασμένη Παρασκευή και η κατηγορηματική απόρριψη των συλλογικών προτάσεων των βουλευτών και πολιτικών φορέων της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας, προκαλεί κυρίως σε εμάς τους Έλληνες της Αλβανίας έντονα αρνητικά συναισθήματα που κάθε άλλο, θετικά δε μπορεί να είναι.
Στη διάρκεια των δύο περίπου ετών όπου εξελίχθηκαν συνεδριάσεις και παρασυνεδριάσεις με τη συμμετοχή και των αντιπροσώπων Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας και παρουσία ευρωπαίων εμπειρογνωμόνων, τέθηκαν επί τάπητος ουσιαστικά προβλήματα και παραλείψεις που είχε από τις αρχές το σχέδιο νόμου που παρουσίασε η τριυπουργική επιτροπή στο Υπουργείο Εξωτερικών της Αλβανίας.
Για πρώτη φορά οι πολιτικοί φορείς της μειονότητας-ΚΕΑΔ, ΜΕΓΑ, βουλευτές και δήμαρχοι- με επικεφαλής την Ομόνοια συναίνεσαν το Δεκέμβρη του 2016 σε ένα ολοκληρωμένο κείμενο που συμπλήρωνε τα ουσιαστικά κενά στο κρατικό σχέδιο νόμου και προσέγγιζε τις απαιτήσεις των εθνικών μειονοτήτων με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, κυρίως με το περιεχόμενο της Σύμβασης Πλαισίου για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων, κυρίως στα θέματα: αυτοπροσδιορισμού της εθνικής ταυτότητας, έκτασης ισχύος των δικαιωμάτων, δημιουργίας φερέγγυων μηχανισμών ελέγχου της εφαρμογής του νόμου,κλπ. Το κείμενο αυτό καθώς και όλες οι προηγούμενες γραπτές προτάσεις του Κόμματος των Ελλήνων, της Ομόνοιας και άλλων παραγόντων βρίσκονται στο φάκελο του ΥΠΕΞ, αλλά κανένα απ’ αυτά τα αιτήματα δεν ελήφθησαν υπόψη από την αρμόδια επιτροπή.
Σαν αποτέλεσμα, την προηγούμενη εβδομάδα να φτάνει στην Αλβανική Βουλή το ίδιο αρχικό συνονθύλευμα της κυβέρνησης, χωρίς καμία αλλαγή, ένας νόμος που παραπέμπει περισσότερο σε υποχρεώσεις των μειονοτήτων προς το κράτος, παρά σε δικαιώματα, ένας νόμος που εξισώνει τις εθνικές μειονότητες με τις εθνοπολιτιστικές ομάδες, ένας νόμος που για την Εθνική Ελληνική Μειονότητα είναι οπισθοδρόμηση, είναι ασυμβίβαστος με την ιστορία, την πραγματικότητα και τη διαχρονική πορεία της. Σ’ αυτό το νόμο:
-Δεν διασφαλίζεται το ελεύθερο της εθνικής ταυτότητας
-Δεν προστατεύεται το αναλλοίωτο του πληθυσμού και των περιουσιών της μειονότητας.
-Δεν αναγνωρίζεται και δεν εφαρμόζεται το ιδιοκτησιακό δικαίωμα.
-Δεν ορίζεται η ποσοστιαία συμμετοχή στη νομοθετική, εκτελεστική εξουσία και εκείνη της δικαιοσύνης.
-Η τύχες της παιδείας, του πολιτισμού και όλης της κληρονομιάς παραπέμπονται προς διαχείριση στα χέρια της κάθε κυβέρνησης και ο ρόλος και λόγος της ίδιας της μειονότητας αγνοείται.
Το Κόμμα των Ελλήνων εξέφρασε από τις αρχές τις ανησυχίες του για το νόμο αυτό. Και μόνο το γεγονός ότι η αλβανική κυβέρνηση προώθησε αυτό το νόμο από το Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων και όχι από το Υπουργείο Εσωτερικών, φαινόταν ξεκάθαρα η τάση ώστε η υπόθεση των μειονοτήτων θεωρείται από το αλβανικό κράτος εξωγενές πρόβλημα, ότι πρέπει να αντισταθμιστεί με τα άλλα εθνο-αλυτρωτικά προβλήματα που η χώρα σερβίρει.
Η θέση μας είναι ξεκάθαρη. Το θέμα των μειονοτήτων στην Αλβανία είναι εσωτερικό πρόβλημα, πρέπει να λυθεί χωρίς προκαταλήψεις και αντισταθμίσεις.
Ο πρόσφατος νόμος «Περί αναγνώρισης και προστασίας Μειονοτήτων», αντί να χαροποιούσε τη μεγαλύτερη γηγενής Εθνική Μειονότητα στην Αλβανία-την Ελληνική- ήρθε να της ραγίσει οριστικά την ελπίδα ότι σ’ αυτή τη χώρα θα μπορούσε να είχε λόγο, θέση και δικαίωμα, εφόσον σε όλη της την πορεία συμβίωσης με τον αλβανικό λαό απέδειξε κοινωνική αλληλεγγύη, προοδευτική συνεργασία και αληθινά φιλειρηνικά συναισθήματα.
ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ
Άγιοι Σαράντα 14.10.2017