Το νομοσχέδιο «Περί προστασίας των Εθνικών Μειονοτήτων στην Αλβανική Δημοκρατία», που κυκλοφόρησε πριν από μερικές ημέρες από το Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων για δημόσια συζήτηση, σε μια πρώτη ανάγνωση σε εντυπωσιάζει και σε προτρέπει στον ενθουσιασμό να εκφραστείς θετικά για την προσπάθεια της κυβέρνησης που ανέλαβε τέτοια πρωτοβουλία, έστω και υπό την πίεση του ευρωπαϊκού παράγοντα.Αλλά…
…Για τα άτομα και τις ομάδες που ενδιαφέρονται σοβαρά για τις νομικές τους τύχες αυτό το νομοσχέδιο είναι απλώς ένα συνάθροισμα άρθρων δανειζόμενα από τη Σύμβαση Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων» του Συμβουλίου της Ευρώπης , μερικά από τα οποία ασήμαντα για την ουσία του αντικειμένου. Στην πράξη είναι μια λοξοδρομία από τα δικαιώματα. Ένα δικαίωμα που παριστάνεται ελλιπή και όχι όπως έχει στη διεθνή αντίστοιχη νομοθεσία για τις εθνικές μειονότητες, με όλες τις διαστάσεις , τις εγγυήσεις και τους μηχανισμούς που το διασφαλίζουν.
Στην Αλβανία οι εθνικές μειονότητες είναι ταυτοποιημένες και επικεφαλής του καταλόγου βρίσκεται η Εθνική Ελληνική Μειονότητα, πιστή στο κράτος από την ίδρυσή του, όπως απαιτεί ο ορισμός για της μειονότητες του ΟΗΕ του έτους 1977, είναι ένας αυτόχθονος λαός με πολιτισμό και παράδοση από τους κλασσικούς χρόνους, αναγνωρισμένη από το αλβανικό κράτος ως εθνική μειονότητα στην Κοινωνία των Εθνών τον Οκτώβρη του έτους 1921.
Αναφερόμαστε σ’ αυτή τη μειονότητα επειδή ανήκουμε σ’ αυτή και γνωρίζουμε καλά την γένεση και την ιστορική πορεία της. Αλλά με τη διατύπωση του άρθρου 5 του εν λόγω νομοσχεδίου φαίνεται ότι η ιστορία των μειονοτήτων σαν να ξεκινάει από την ημέρα που θα ισχύει αυτός ο νόμος, όπου η εθνική ταυτότητα θα δηλώνεται στις περιοδικές απογραφές του πληθυσμού, οι οποίες είναι γνωστό πως πραγματοποιούνται στην Αλβανία.
Κανείς δε μπορεί να πιστεύψει ότι το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού ή της αυτοδήλωσης θα ασκηθεί ελεύθερα σ’ αυτή τη χώρα, αφού τα γεγονότα μαρτυρούν ότι και η πολιτική και η νομική διάθεση είναι περιοριστικές, αναγωγικές αλλά και απαρνητικός. Ας θυμηθούμε εδώ την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου των Τιράνων του έτους 2011, όπου χαρακτήρισε αντισυνταγματικό τον όρο «εθνικότητα» στο νόμο «Περί Ληξιαρχείων» και σε αντίθεση με τα άρθρα 19 και 20 του Συντάγματος και τα άρθρα 9 και 4 της Σύμβασης Πλαισίου. Αυτό καταγράφηκε στη μνήμη των εθνικών μειονοτήτων ως ένα μοιραίο πλήγμα στην εθνική ταυτότητά τους , πράγμα γεγονός που δεν είχε συμβεί για την πλειοψηφία των μειονοτήτων ούτε στην εποχή του απολυταρχικού καθεστώτος και της απόλυτης απομόνωσης.
Η εθνική ταυτότητα ενός ατόμου φυσιολογικά έρχεται από γονείς με την ίδια εθνικότητα, ενώ συμφωνημένη έρχεται όταν γονείς διαφορετικών εθνοτήτων συμβιβάζονται να δώσουν στο τέκνο τους μία από τις δύο. Η πτυχή αυτή της εθνικής ταυτότητας δεν απεικονίζεται στο παρόν νομοσχέδιο και αυτό το κενό δεν αφήνει περιθώρια να αποκατασταθεί το στοιχείο της εθνικότητας στα ληξιαρχεία για εκείνους που το στερήθηκαν το έτος 1945 και νωρίτερα.
Είναι γνωστό ότι έστω κι αν οι απογραφές του πληθυσμού διεξαχθούν ομαλά, με διαφάνεια και με ερωτηματολόγιο που να δηλώνεται η εθνικότητα και η θρησκευτική πίστη, για ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού είναι αδύνατη η παρουσία στην Αλβανία την ώρα της απογραφής. Αυτομάτως αυτό το μερίδιο χάνει το δικαίωμα να δηλώσει την εθνική του ταυτότητα. Αυτό αγγίζει περισσότερο τις ομάδες των εθνικών μειονοτήτων.
Άρα στο παρόν νομοσχέδιο, εκτός από το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού πρέπει να κατοχυρωθεί και το δικαίωμα της κτήσης της εθνικής ταυτότητας από τη γέννηση και το γεγονός να καταχωρηθεί στους βασικούς καταλόγους των ληξιαρχείων προστατεύοντας ταυτόχρονα και τα προσωπικά δεδόμενα σύμφωνα με το νόμο.
Το νομοσχέδιο επίσης δε διευκρινίζει τον τρόπο και τους μηχανισμούς συμμετοχής των ατόμων και ομάδων των εθνικών μειονοτήτων στη δημόσια ζωή (την πολιτική, την κοινωνική, την πολιτιστική και οικονομική) σε αντιστοιχία με το ποσοστό παρουσίας τους στη χώρα, χωρίς πολιτικούς ή εκτελεστικούς μεσολαβητές. Στο άρθρο 10 παράγραφος 1 του νόμου το δικαίωμα συμμετοχής στο δημόσιο περιγράφεται γενικόλογα και δεν καθορίζονται τα πεδία στα οποία πρέπει να βρει εφαρμογή αυτό το δικαίωμα. Κατά παράξενο τρόπο η διαχείριση αυτού του δικαιώματος παραπέμπεται στο Υπουργικό Συμβούλιο και δεν αποτυπώνεται ως διάταξη αυτού του νόμου. Χωρίς την κατοχύρωση του δικαιώματος συμμετοχής στα κέντρα αποφάσεων ή στα κέντρα συζήτησης των υποθέσεων που ανήκουν στις μειονότητες, δεν μπορεί να υπάρχει πραγματική συμμετοχή στη δημόσια ζωή και δεν έχει έννοια η επιχείρηση για την προστασία των δικαιωμάτων στη γενικότητα.
Η ιστορία απέδειξε ότι μέχρι τώρα ήταν οι πολιτικές δυνάμεις αυτές που αποφάσιζαν για την ενασχόληση και για τη συμμετοχή των ατόμων των εθνικών μειονοτήτων στην πολιτική και εκτελεστική εξουσία και όχι ο νόμος. Το κενό αυτό, σύμφωνα με τη δική μας άποψη,πρέπει να αναπληρωθεί στο άρθρο 10 ώστε η συμμετοχή να είναι διασφαλισμένη με το νόμο και για την συγκυβέρνηση και για την δίκαιη κατανομή των αγαθών και για τη ουσιαστική εφαρμογή του δικαιώματος.
Πρώτα από όλα πρέπει να ρυθμιστεί η κατοχύρωση του πολιτικού δικαιώματος στο κορυφαίο κέντρο αποφάσεων που είναι η νομοθετική εξουσία. Το δικαίωμα αυτό δε μπορεί να αφεθεί στη τύχη, αφού η αποπνιχτική συμπίεση των μεγάλων πολιτικών δυνάμεων, η πικρή εμπιερία των νοθειών και η έλλειψη εμπιστοσύνης στις εκλογικές διαδικασίες δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στις εθνικές μειονότητες να αντιπροσωπευτούν ανεξάρτητες στην αλβανική βουλή για να υπερασπίστουν καθώς πρέπει τα δικαιώματά τους.Η καλύτερη και εγγυημένη αντιπροσώπευση των μειονοτήτων γίνεται με την καθιέρωση στο νόμο της διάταξης όπου εκείνες να έχουν προκαθορισμένες έδρες στη βουλή και οι αντιπρόσωποι να εκλέγονται από τα μέλη των αντίστοιχων εθνικών μειονοτήτων. Για να το συγκεκριμενοποιήσουμε λ.χ. η Εθνική Ελληνική Μειονότητα να έχει τουλάχιστον τρεις έδρες στις εκατό στη βουλή για να αντιπροσωπεύει αντίστοιχα τις περιφέρειες Αργυροκάστρου, Αυλώνας και Διασποράς.
Η εξασφάλιση εδρών στη βουλή με εκπροσώπους άμεσα εκλεγμένους από τις ψήφους των εθνοτικών ομάδων αποτελεί μεγάλη εγγύηση και για την εκπροσώπηση στην εκτελεστική και διοικητική εξουσία, στη δημόσια τάξη, στην παιδεία, στον πολιτισμό, στην τοπική αυτοδιοίκηση και στη δικαιοσύνη, αλλά και στα ιδρύματα που ασχολούνται με υποθέσεις μειονοτήτων.
Οι συντάκτες του νομοσχεδίου έχουν περιορίσει αισθητά το δικαίωμα εκπαίδευσης (άρθρο 12). Αναφέρουν μόνον την εξασφάλιση ευκαιριών «να μάθουν και να διδαχτούν στη γλώσσα της μειονότητας» μόνον στους δήμους όπου αυτές ζουν παραδοσιακά ή σε ουσιαστικό ποσοστό και μόνο αν υπάρχει επαρκή αίτηση.
Η διάταξη αυτή δεν έχει τίποτα το κοινό με τα αιτήματα που οι μειονότητες έχουν καταθέσει για μια αξιοπρεπή παιδεία στη μητρική γλώσσα σε όλη την επικράτεια και σε όλα τα επίπεδα. Το περιορίζουν αυτό μόνο στις παραδοσιακά αναγνωρισμένες περιοχές και αρνούνται το δικαίωμα σε άλλες περιοχές, όπου με αυθαίρετες αποφάσεις το ίδιο το κράτος καθαίρεσε και δεν νοιάζεται να το επαναφέρει, ενώ για την εκπαίδευση των μειονοτικών παιδιών στην εσωτερική διασπορά ούτε καν λόγος.
Η εκπαίδευση στη μητρική γλώσσα των ατόμων που ανήκουν σε κάποια εθνική μειονότητα είναι η αχίλεια πτέρνα από την οποία εξαρτάται η τύχη της εθνικής ταυτότητας και η συνέχεια της πολιτιστικής παράδοσης των εθνοτικών ομάδων. Χωρίς αυτή χάνεται η έννοια της εθνικής μειονότητας. Αλλά αυτό το νομοσχέδιο δεν αναφέρεται καθόλου ούτε στις υποχρεώσεις του κράτους να ενεργοποιήσει τους ειδήμονες της μειονότητας στα κεντρικά και τοπικά ιδρύματα για τη σύνταξη των προγραμμάτων, των σχολικών κειμένων και των επίσημων σχολικών εγγράφων αυτών των μειονοτήτων. Δεν αναφέρεται στη σύνταξη του σχολικών εγγράφων στις δύο γλώσσες, στην ίδρυση των ελεγχτικών και συμβουλευτικών θεσμών στις αυτοδιοικητικές μονάδες. Τα αιτήματα του «Κόμματος Εθνική Ελληνική Μειονότητα για το Μέλλον» που κατατέθηκαν στην επιτροπή και έχουν ως κάτωθεν, δεν ελήφθηκαν υπόψη:
- «Να διασφαλιστεί το δικαίωμα εκπαίδευσης και της εκμάθηση της μητρικής γλώσσας σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας παιδείας κι σε όλες τις επιστήμες για κάθε άτομο σε κάθε περιοχή της επικράτειας.
- Να περιγραφεί στο νόμο η υποχρέωση για την ίδρυση της δομής σχεδιασμού, διαχείρισης και ελέγχου της παιδείας στη μητρική γλώσσα με την άμεση συμμετοχή των εξειδικευμένων μειονοτικών εκπαιδευτικών στη σύνθεση αυτής της δομής. Στους παραδοσιακούς δήμους των μειονοτήτων να συγκροτηθούν από το Υπουργείο Παιδείας και Αθλήτισμού τα γραφεία παιδείας για τη μειονοτική παιδεία.
- Να κατοχυρωθεί παρά του Υπουργείου Παιδείας και Αθλητισμού ειδικό γραφείο για τις Εθνικές μειονότητες καθώς και η συμμετοχή των μειονοτικών ειδημόνων στα ιδρύματα του υπουργείου που ασχολούνται με την κατάρτιση προγραμμάτων και επιθεώρηση της παιδείας.
- Τα καθοριστεί με επιστημονικά κρητήρια η αναλογία της μητρικής γλώσσας με την αλβανική γλώσσα όχι μόνο στην υποχρεωτική εκπαίδευση αλλά και στο λύκειο με στόχο ώστε οι μαθητές να μάθουν καλά τη γλώσσα τους, αλλά ταυτόχρονα και την επίσημη αλβανική γλώσσα.
- Να χρηματοδοτηθεί κανονικά από το κράτος η σύνταξη και εκτύπωση των σχολικών κειμένων καθώς και η μετεκπαίδευση του διδακτικού προσωπικού εντός και εκτός της χώρας δια των αρμοδίων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
- Να ενοποιηθεί το πρόγραμμα της Μητρική Γλώσσας και των άλλων επιστημονικών υλών με εκείνο του εθνικού κορμού και στα άλλα κείμενα να αποφευχθούν τα περιεχόμενα με εθνικιστικό χαρακτήρα και ακατάλληλο για τη σωστή εκπαίδευση των παιδιών.
- Να επιτραπεί ώστε τα σχολικά έγγραφα να συγγράφονται στις δύο γλώσσες, στη μητρική και στην επίσημη αλβανική.
- Να δημιουργηθούν κατάλληλες συνθήκες για τους μαθητές της μειονότητας που επιστρέφουν από το εξωτερικό στη χώρα ώστε να προσαρμοστούν στο νέο σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον.
- Να επιτραπεί η συγκρότηση γενικής εκπαίδευσης και επαγγελματικής εκπαίδευσης στη μητρική γλώσσα των μειονοτήτων στις πόλεις όπου υπάρχουν πολλοί μαθητές».
Επίσης και η πολιτιστική κληρονομιά, θεωρητική η υλική, πρέπει να πιστοποιηθεί ως κληρονομιά της αντίστοιχης μειονότητας, αλλά, όταν προσφέρεται ως εμπόρευμα, ο πρώτος που να επωφεληθεί πρέπει να είναι η μειονότητα που την παρήγαγε και όχι κάποιος άλλος.
Στο άρθρο 15 του νομοσχεδίου, όπου τονίζεται ότι απαγορεύονται οι πράξεις που αλλάζουν τη σύνθεση του πληθυσμού στις περιοχές που πλειοψηφικά κατοικούνται από μέλη των εθνικών μειονοτήτων, δεν λαμβάνεται υπόψη καθόλου η αλβανική πραγματικότητα όπου η αλλοίωση και η υφαρπαγή της γης με πλαστά έγγραφα σ’ αυτές τις περιοχές είχε λάβει χώρα στη διάρκεια των 25 τελευταίων ετών. Ποιες θα είναι αυτές οι διατάξεις που μπορούν να επανορθόσουν αυτές τις παράνομες ενέργειες, οι οποίες συνάμα με την αρνητική επίπτωση περιόρισαν και τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των ατόμων;
Η Επιτροπή για τις Εθνικές Μειονότητες που συγκροτείται για την παρακολούθηση της εφαρμογής των διατάξεων του νόμου, τη διασφάλιση και την προαγωγή των δικαιωμάτων και συμφερόντων των εθνικών μειονοτήτων, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 του νομοσχεδίου , μοιάζει με έναν θεσμό που αντί να είναι σε υπηρεσία των μειονοτήτων, τίθεται υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης.
Και τίθεται το ερώτημα: ποιος θα είναι αυτός ο θεσμός που θα ελέγχει την κυβέρνηση αν εκείνη δεν πληροί τις υποχρεώσεις της προς τις μειονότητες; Ένας τέτοιος θεσμός, όπως η Επιτροπή για τις Εθνικές Μειονότητες, στη σύνθεση του οποίου πρόεδρος και συμπρόεδρος διορίζουνται από το Υπουργικό Συμβούλιο, δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των μειονοτήτων.
Το παρόν νομοσχέδιο δεν μπορεί να είναι διεκπεραιωμένο και για το λόγο του ότι σ’ αυτό δεν υπάρχουν άρθρα που παραπέμπουν στην αλλαγή του βασικού νόμου του κράτους και των άλλων νόμων:της παιδείας, του πολιτισμού, ο εκλογικός νόμος κλπ, για να προσαρμοστούν στο νεοσύστατο νόμο για τις μειονότητες.
Οι δικές μας προτάσεις κατατέθηκαν από τις αρχές της συζήτησης στην διυπουργική επιτροπή,αλλά δυστυχώς δεν ελήφθηκαν υπόψη.
Νομίζουμε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να επισπευτεί η διαδικασία για την ψήφιση του νόμου όπως έχει, όπου φαίνεται ξεκάθαρα ότι είναι απαλλαγμένος από το δικαίωμα και τις εγγυήσεις για την εφαρμογή τους. Οι μειονότητες ζητούν ένα νόμο ολοκληρωμένο, σύγχρονο και σύμφωνο με τις διεθνείς διατάξεις για τα δικαιώματα των μειονοτήτων, αλλά και προσαρμοσμένες στην αλβανική πραγματικότητα.
¨Αγιοι Σαράντα 15 Δεκεμβρίου 2016