Η σημερινή συνάντηση, με θέμα « Κοινή ένταξη διατηρώντας και ενισχύοντας την εθνική ταυτότητα”, που οργανώθηκε με την πρωτοβουλία του Κόμματος της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας για τo Μέλλον, ΜΕΓΚΑ, αποχτάει για την κοινότητα της εθνικής ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία ιδιαίτερη σημασία,
Το μέγεθος της σημασίας δε σχετίζεται απλώς με την παρουσία για πρώτη φορά σε μια τέτοια ημερίδα του πρωθυπουργού της χώρας, αλλά διότι η δική του παρουσία επιβεβαιώνει το επείγον χρέος επαναδιορισμού των σχέσεων της εθνικής ελληνικής μειονότητας με την πολιτική διακυβέρνησης, με βάση την ευρωπαϊκή αρχή της ένταξης διατηρώντας και ενισχύοντας την εθνική ταυτότητα, – και όχι μόνο στο ζωτικό τομέα σε σχέση με την ταυτότητα αυτή, όπως είναι η παιδεία και ο πολιτισμός. Το άλλο μήνυμα της ημερίδας αυτής, θέλω να πιστεύω, ότι αφορά το ρόλο που καλείται να αναλάβει η ελληνική εθνική μειονότητα, στη διατήρηση και ενίσχυση των εσωτερικών κοινωνικών και πολιτικών ισορροπιών, ως έκφραση των σχέσεων ανάμεσα στην πλειοψηφία και μειοψηφία, αλλά συνδέεται περισσότερο με το ρόλο της εθνικής ελληνικής μειονότητας στην ενίσχυση και προώθηση των σχέσεων φιλίας και συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες –Ελλάδας και Αλβανίας.
Προς την κατεύθυνση αυτή, όσο αφορά την επίκαιρη ποθούμενη ιδέα, αυτή της ειρηνικής συμβίωσης, συνεργασίας, ανοχής, πολυπολιτισμικότητας, παγκοσμιοποίησης και οικουμενικότητας, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι στην ουσία βρισκόμαστε σε έδαφος, όπου η ιστορία μας, γενικώς η ιστορία της Ηπείρου, διαμηνύει την πιο θετική και πιο σταθερή εμπειρία, τέτοια που δεν κατάφεραν να σαλέψουν οι εμπόλεμες πραγματικότητες που αποτελούσαν την ίδια τη λογική της εποχής.
Συχνά όμως, η δική μας πραγματικότητα επιδιώκει να υπονομεύσει την εμπειρία αυτή, με τη γλώσσα του τεχνητού, στείρου εθνικισμού και συχνά για εφήμερους πολιτικούς λόγους.
Μιλάει γι΄αυτό εύγλωττα το παράδειγμα του Αλή Πασά Τεπελενλή, ο χαρακτηριζόμενος ως ο πιο αιμοβόρος πασάς εναντίον των αντιπάλων του, ειδικά κατά των Ελλήνων. Έγινε γνωστός σε Δύση και Ανατολή, από τον Βοναπάρτη και το Βύρωνα και μέχρι τους τσάρους της Ρωσίας, όχι για τα όπλα και την πονηριά του, αλλά προβάλλοντας τον ελληνικό διαφωτισμό των Ιωαννίνων. Και η επίσημη γλώσσα του ήταν η ελληνική. Ήταν αυτός ο λόγος που ο άσπλαχνος πασάς ούτε στιγμή δεν εμπόδισε την ελληνική παιδεία και διαφωτισμό, Κατά συνέπεια, σ΄αυτή την πραγματικότητα αντιαπάραθεσης αντιθέτων μέχρι εσχάτου, στον πολιτιστικό και εκπαιδευτικό τομέα τα αντίθετα αυτά συμβίωναν και συνεργούσαν, συνέβαλαν στην οικονομία, το εμπόριο, δημιουργώντας δυνατότητες για την προσδοκία και της ελευθερίας.
Υπό το σκεπτικό αυτό, αναφερόμενος στο θέμα της παιδείας στη μητρική γλώσσα της σημερινής εθνικής ελληνικής μειονότητας, θέλω να επισημάνω ότι ο σεβασμός, η στήριξη και η προώθησή της, δεν αποτελούν συνταγματική υποχρέωση ή υποχρέωση με σημείο αναφοράς τις διεθνείς συμβάσεις, ή λόγω της ανάγκης για την ευρωπαϊκή ένταξη της Αλβανίας.
Θέλω να πιστεύω ότι πρώτα απ΄ όλα είναι χρέος που το οφείλουμε στην ιστορία και την παράδοση, που συμβάλλουν για να δούμε καλύτερα το παρόν και να ατενίσουμε σίγουρο το μέλλον.
Η πραγματικότητα αυτή συνδέεται με το γεγονός ότι ο διαφωτισμός των ελληνικών γραμμάτων σε τούτα τα μέρη, συνέβαλε πρώτα στην καλλιέργεια και δημιουργία της νεοελληνικής ιδεολογίας, ως ιδέα και πραγματικότητα. Το έργο «Το χρονικό της Δρόπολης», γραμμένο από ανώνυμους Δροπολίτες κάπου στις αρχές του 18ου αιώνα, αποτέλεσε τον αγγελιοφόρο της νεοελληνικής ιδεολογίας, επιβεβαιώνοντας τη θέση που λέει ότι όταν η Ευρώπη εδραίωνε τον διαφωτισμό της, εδώ, η Ήπειρος είχε τα δικά της φώτα.
Όταν η νεοελληνική ιδεολογία απόδωσε με την ελληνική επανάσταση τους καρπούς της, τότε μια πλειάδα ανθρώπων των γραμμάτων, αλβανικής και μη καταγωγής, επικαλέστηκαν τα ίδια πρότυπα, αρχές και θέσεις για να ιδρύσουν την αλβανική εθνική ιδεολογία. Σημαντικό είναι ότι η ελληνική γλώσσα και όχι μόνο, έγινε το μέσο έκφρασης αυτών, ιδιαίτερα από το 1860 όταν ο Αναστάσης Πυκαίος ίδρυσε την πρώτη εφημερίδα στην ελληνική γλώσσα για το αλβανικό θέμα. Ο Ναΐμ Φράσερι το 1866 έγραψε στην ελληνική γλώσσα το ποίημά του «Ο αληθής πόθος των Σκιπετάρων», το οποίο αποτελεί και σήμερα το έμβλημα της αλβανικής εθνικής ιδεολογίας. Οι Μήτκος, Βρέτος, Χριστοφορίδης, Βεκιλχάρτζης και αρκετοί άλλοι Αλβανοί λόγιοι της αλβανικής εθνικής αναγέννησης, χρησιμοποίησαν την ελληνική για να εκδηλώσουν, τόσο την αγάπη για τον ελληνισμό, όσο και την επιθυμία για την καλλιέργεια του αλβανισμού. Οι Θεοφάνης Νόλης, η Ουρανία Ρούμπο, ο Ισμαήλ Κεμάλι, ο Πυγαίος, ο Χριστοφορίδης και μέχρι τον Κονίτσα, έβλεπαν στον ελληνισμό τον κύριο εκφραστή και υποστηριχτή της ταυτότητάς τους και το γεγονός αυτό χρόνια στη σειρά δεν κατάφεραν να βλάψουν, ούτε η πολιτική και οικονομική επένδυση του Σουλτάνου Αμπτυλχαμίτι ούτε τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων.
Ωστόσο, είναι ιστορικά γνωστό ότι με αυτές τις αρχές και σχέσεις τράφηκε για περίπου έναν αιώνα η ιδέα του δυαδικού ελληνοαλβανικού κράτους.
Αυτοί οι γνωστοί λόγιοι των αλβανικών γραμμάτων, οι οποίοι είχαν δίπλα Έλληνες δασκάλους ή ανθρώπους των γραμμάτων, ήξεραν να διακρίνουν κάλλιστα τον ελλαδικό ελληνισμό (ελληνικό κράτος) ως αυτοσκοπό, από τον οικουμενικό ελληνισμό ως υπερχρονική διαφωτιστική αξία, που δρα ως πραγματικότητα πέρα από εθνικισμούς, σοβινισμούς, εχθρότητες, ρατσισμούς, εγωισμούς κλπ.
Εμείς σήμερα αρνούμαστε να παραδεχτούμε τη δεύτερη αυτή πραγματικότητα του ελληνισμού, να κάνουμε όπως έπραξε η αφρόκρεμα των Αλβανών λογίων. Περισσότερο θέλουμε να την αποφύγουμε ή να την εξουδετερώσουμε. Για το σκοπό αυτό εσκεμμένα προσπαθούμε να ταυτίσουμε τον ελληνισμό με τον εθνικισμό, φθάνοντας μέχρι την παρερμηνεία του Έλληνα πολιτικού αρβανίτικης καταγωγής, Ι. Κωλέττη. Ταυτοχρόνως, επιδιώκεται η οικειοποίηση, ως αλβανικών, των οικουμενικών αξιών του ελληνικού πολιτισμού, όπως της μυθολογία, των μαντείων, των θεοτήτων, της μουσικής και όλων των άλλων αξιών, που αποτελούν τα θεμέλια του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου πολιτισμού.
Η αντινομία αυτή, θέλω να πιστεύω, ότι στέκει στο θεμέλιο όλων των παρεξηγήσεων, προκαταλήψεων και αντιπαραθέσεων που εμποδίζουν την καλλιέργεια μιας πραγματικότητας πρότυπου όσον αφορά τη ειρηνική συμβίωση, την κατανόηση, την πρόοδο, τον πολυπολιτισμό και τη συνεργασία μεταξύ γειτόνων.
Η Εθνική Ελληνική Μειονότητα στην Αλβανία παραμένει ο φορέας των αξιών αυτών, ανεξαρτήτως της κρατικής στάσης απέναντί της. Στην πορεία της προς το μέλλον έχει βγάλει συνεχώς από τη μνήμη της τις αρνητικές εμπειρίες που εμπνέουν συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις. Ας θυμηθούμε τον τρόπο πώς λησμόνησε το αιματοκύλισμα που δέχτηκε σε γυναικόπαιδα και γερόντους μετά την καταστροφή του Λυκουρσιού, πώς λησμόνησε το χαλασμό του 1912-13 όταν 20 χωριά του Βούρκου καταστράφηκαν και 25 χιλιάδες Έλληνες κάτοικοι εκδιώχτηκαν από τις στρατιές των Αλβανών που πήγαιναν να βοηθήσουν τον τουρκικό στρατό στα Ιωάννινα. Λησμόνησε τις συνέπειες, που υπέστη από τους διωγμούς που της επιβλήθηκαν με τη βοήθεια των Ιταλών καταχτητών την περίοδο 1917-20, κάποιες από τις οποίες βιώνει ακόμα και σήμερα. Λησμόνησε ότι στις αλβανικές φυλακές του 1945-55 η ελληνική γλώσσα ανταγωνίζονταν επάξια την αλβανική κλπ
Όμως όλοι πρέπει να γνωρίζουμε την έκθεση της CIAτου 1934 που σημειώνει ότι ο Βασιλιάς Ζώγου δεν θα μπορούσε να εγκαθίδρυε το κράτος του χωρίς τη συμβολή των Ελλήνων εντός της επικράτειάς του. Πρέπει να θυμηθούμε ότι αυτή η μειονότητα λησμόνησε τις εθνικές πληγές στο μεσοπόλεμο και στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τάχτηκε με όλες τις δυνάμεις του στο πλευρό του αλβανικού λαού, σφραγίζοντας με αίμα και θυσίες όλα τα δικαιώματά της. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στο μεταπολεμικό αλβανικό κράτος, πρόσφερε την πιο αξιόλογη συνεισφορά της, αλλά και πλήρωσε ακριβό τίμημα, λόγω ακριβώς της ικανότητάς της, της συνεισφοράς της και ασφαλώς λόγω της ταυτότητάς της.
Παρόμοιο χαρακτήρα, θέληση και ενέργεια παράγει η ελληνική μειονότητα και σ΄αυτό το τέταρτο αιώνα της αλβανικής μεταπολίτευσης. Αγνοεί την βαριά περίοδο του 1993-97, όταν απειλήθηκε η ίδια η ύπαρξή της. Αλλά από σεμνότητα δεν θέλει να θυμηθεί ότι δεν στάθηκε ποτέ εμπόδιο στην ενταξιακή πορεία της Αλβανίας στην Ευρω-ατλαντικούς θεσμούς, ενώ είχε αρκετούς λόγους να πράξει το αντίθετο. Σήμερα αποτελεί την πιο νομοταγή κοινότητα στην Αλβανία και με τη φιλοσοφία αυτή διαθέτει τις ισχυρότερες οικονομικές επιχειρήσεις στη χώρα.
Πρόκειται ακριβώς για αυτή τη δέσμη αξιών που εξασφαλίζει αξιοπρεπώς στην εθνική ελληνική μειονότητα στην Αλβανία τη θέση όχι απλώς μιας προστιθέμενης αξίας στην αλβανική πραγματικότητα, αλλά μια απαραίτητη και ουσιώδη αξία για την πραγματικότητα αυτή, ένα αγαθό δημοκρατίας και την πρωτοπόρα ευρωπαϊκή πραγματικότητα της Αλβανίας.
Η πραγματικότητα αυτή, ιστορική και σύγχρονη, εξασφαλίζει στην ε.ε. μειονότητα το ρόλο της παραδοσιακής στρατηγικής γέφυρας, όχι με την αρνητική σημασία, του αντικειμένου που ποδοπατούν ή εκμεταλλεύονται για τους σκοπούς τους καλοί και κακοί, αλλά με την θετική έννοια, της δυνατότητας που προσφέρει στην ανταλλαγή των αξιών, της συνεργασίας και της φιλίας, της κατανόησης και της προόδου, της ένταξης και ευημερίας, έτσι όπως στους αιώνες η περιοχή αυτή είχε αναλάβει το ρόλο γέφυρας μεταξύ ευρωπαϊκής Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου της. Είναι αυτή η πραγματικότητα που ανάγκασε το διάσημο συγγραφέα Ισμαήλ Κανταρέ να παρατηρήσει ότι στα λαϊκά τραγούδια του απτότερου σημερινού αλβανικού Νότου υπάρχουν μόνο γέφυρες και κανένας πύργος. Το ρόλο αυτό, ως αδιαπραγμάτευτη αξία και σύμβολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ε.ε. μειονότητα καλείται να παίξει και στις σχέσεις Ελλάδας – Αλβανίας.
Για τους λόγους αυτούς η εθνική ελληνική μειονότητα δεν μπορεί να περιφρονείται στο όνομα ιδιοτελών συμφερόντων μιας πολιτικής κλίκας, η οποία δεν αξίζει να την εκπροσωπεί, όπως έχει συμβεί συχνά μέχρι τώρα. Δεν μπορεί να καταλαμβάνεται όμηρος κάθε φορά που τα εφήμερα πολιτικά συμφέροντα υπαγορεύουν τριβές με την Ελλάδα. Στην μειονότητα αυτή δεν μπορεί να υπαγορευτεί και επιβληθεί η νοοτροπία του ολοκληρωτικού καθεστώτος, ώστε για κάποιο ποταπό προνόμιο πρέπει να αρνηθεί και να λησμονήσει την εθνική της ταυτότητα.
Γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται ώστε αυτής της μειονότητα να της υφαρπάζονται αδίκως οι περιουσίες της από κρατικές δομές και τη διεφθαρμένη δικαιοσύνη, με πλαστογραφημένα αποδειχτικά από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τα οποία και σε περίπτωση που θα ήταν σωστά, που δεν είναι, είχαν παραχωρηθεί στους ιδιοκτήτες τους ως ανταμοιβή για την αλλαξοπιστία τους και για τις υπηρεσίες που προσέφεραν στη αυτοκρατορία αυτή, ή να υφαρπάζονται οι περιουσίες της προς ικανοποίηση του βρώμικου χρήματος και της λαιμαργίας των πολιτικών, οι οποίοι μέχρι σήμερα δεν γνώριζαν που έπεφτε η θάλασσα, τόσο το χειρότερο όταν τέτοιες ενέργειες αποσκοπούν στην αφομοίωσή της. Δεν μπορεί να επιτραπούν παράγοντες εκτός αυτής της μειονότητας να μιλούν εξ ονόματος της για την εθνική ταυτότητα των μελών της κλπ.
Υπό το σκεπτικό αυτό και όσον αφορά την παιδεία στη μητρική γλώσσα στην ελληνική μειονότητα, δεν μπορεί να μη επισημάνω την θετική βούληση και στο πνεύμα της θετικής παράδοσης και σε πλήρη ταύτιση με το Ευρωπαϊκό πλαίσιο, στην πολιτική της Υπουργού Παιδείας και Αθλητισμού, Κυρίας Λιντίτα Νικόλα. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία σχεδόν ενός αιώνα ύπαρξης μειονοτικών σχολείων στην ελληνική μητρική γλώσσα, που με τη δική της πρωτοβουλία παράγονται βιβλία για τους μαθητές αυτών των σχολείων σε πλήρη ταύτιση με τη φύση, τα ενδιαφέροντα και την ταυτότητά τους. Επίσης, χαίρει σεβασμού η απόφασή της για να αποταθεί σε καταρτισμένα και εξειδικευμένα ιδρύματα στη μητρική γλώσσα για την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η παιδεία στην εθνική ελληνική μειονότητα, όπως είναι το Τμήμα, Ελληνικής Γλώσσας, Λογοτεχνίας και Ελληνικού Πολιτισμού, όπως είναι ενθαρρυντική η υποστήριξη από μέρους της κυρίας Υπουργού της πρωτοβουλίας για την επιμόρφωση των ελληνοδιδασκάλων σε συνεργασία με παιδαγωγικές σχολές των ελληνικών πανεπιστημίων.
Όμως, οι υφιστάμενες δομές του συγκεκριμένου Υπουργείου θα πρέπει να δείξουν μεγαλύτερη ετοιμότητα στην εφαρμογή της πολιτικής της κυρίας Υπουργού σε ότι αφορά τη συμμετοχή των εκπροσώπων της εθνικής ελληνικής μειονότητας σε όλη την διοικητική πυραμίδα της παιδείας, την λειτουργεία και στην ελληνική γλώσσα της επετηρίδας (portal)για την πρόσληψη των ελληνοδιδασκάλων, την επέκταση των λυκείων στη μητρική γλώσσα και σε άλλες περιοχές, πέρα από την πόλη Αργυροκάστρου, την μετατροπή σε ανεξάρτητα σχολεία των ελληνικών τάξεων στα αλβανικά σχολεία των πόλεων Αργυροκάστρου και Αγίων Σαράντα κλπ.
Καταλήγοντας, εκφράζω την πλήρη πεποίθησή μου ότι η σημερινή ημερίδα θα συμβάλλει ακριβώς στην προσέγγιση αυτή της κυβερνητικής πολιτικής έναντι της εθνικής ελληνικής μειονότητας, χωρίς να την αντιμετωπίζει αυτή σε εξάρτιση από τις πολιτικές της επιλογές. Είμαι πεπεισμένος ότι η σημερινή κυβέρνηση διαθέτει τη βούληση και το όραμα, ώστε στην υπηρεσία αυτής της προσέγγισης να συντάξει και ψηφίσει το νόμο για τις εθνικές μειονότητες, ώστε μια τέτοια προσέγγιση να συνοδέψει με επενδύσεις σε υποδομές σε όλους τους τομείς και περιοχές, με τη λήψη μέτρων για την εγγύηση της τάξης και ασφάλειας, αλλά σε πρώτη γραμμή να εντοπίσει και προβάλλει άτομα απ΄αυτή την μειονότητα ικανά, αξιοπρεπείς συνομιλητές, ικανούς συνεργάτες, δημιουργικούς στη συνεισφορά τους στην υπηρεσία της εθνικής ελληνικής μειονότητας και της χώρας.
Ευχαριστώ.